- διασκοπῶμεν
- διασκοπέωlook at in different wayspres subj act 1st pl (attic epic doric)διασκοπέωlook at in different wayspres subj act 1st pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάντη — πάντῃ, δωρ. τ. παντᾷ και σε πάπ. παντεῑ, αιολ. τ. πάντᾳ, ΝΑ νεοελλ. ναυτικό παράγγελμα κατά την εκτέλεση τού οποίου οι ναύτες αφήνουν ελεύθερο ό,τι κρατούσαν με τα χέρια τους, κν. μπάντου ή αμπάντα αρχ. 1. προς κάθε κατεύθυνση, σε όλα τα μέρη,… … Dictionary of Greek